ἀποκρούσῃ

ἀποκρούσῃ
ἀποκρούσηι , ἀπόκρουσις
retiring
fem dat sg (epic)
ἀποκρούω
beat off
aor subj mid 2nd sg
ἀποκρούω
beat off
aor subj act 3rd sg
ἀποκρούω
beat off
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόκρουση — η το να αποκρούει κανείς: Η απόκρουση των επιχειρημάτων του αντίδικού μας δεν ήταν πειστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόκρουση — η (AM ἀπόκρουσις) ανάσχεση, απώθηση νεοελλ. η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση αρχ. (για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση …   Dictionary of Greek

  • άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση …   Dictionary of Greek

  • αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …   Dictionary of Greek

  • ανασκευή — η (Α ἀνασκευή) [ανασκευάζω] η ενέργεια του ανασκευάζω αρχ. 1. καταστολή, κατάπνιξη 2. απόκρουση, αποσόβηση …   Dictionary of Greek

  • αντίκρουση — η (Α ἀντίκρουσις) νεοελλ. 1. απόκρουση, αντεπίθεση 2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτων αρχ. 1. αιφνίδια αντίσταση 2. εμπόδιο 3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”